- φίλανδρος
- -η, -ο / φίλανδρος, -ον, ΝΜΑ(για γυναίκα) α) αυτή που αγαπά τον άνδρα της, τον σύζυγό τηςβ) (με κακή σημ.) αυτή που τής αρέσουν πολύ οι άνδρες, ανδρομανής («γυναῑκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι», Πλάτ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο φίλανδροςζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαρσιποφόρων τής τροπικής Αμερικήςαρχ.1. (για τόπο ή για χώρα) αυτός που αγαπά τους κατοίκους του («στένει πέδον φίλανδρον», Αισχύλ.)2. (για γυναίκα) αυτή που αγαπά τους άνδρες ή τις ανδρικές συνήθειες.επίρρ...φιλάνδρως Αμε φιλανδρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μίσ-ανδρος].
Dictionary of Greek. 2013.